- παλαμώμαι
- παλαμῶμαι, -άομαι (Α) [παλάμη]1. εργάζομαι χρησιμοποιώντας τα χέρια μου, φτιάχνω κάτι με τα χέρια μου («ταῑς δὲ χερσὶ τὸ δέον παλαμᾱσθαι», Ξεν.)2. μτφ. επιχειρώ κάτι με επιδεξιότητα, μηχανεύομαι κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαμῶμαι — παλαμάομαι manage pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) παλαμάομαι manage pres ind mp 1st sg παλαμάομαι manage pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπαλαμώμαι — ἐπιπαλαμῶμαι, άομαι (Α) [παλαμώμαι] μηχανεύομαι, επινοώ σχέδια («οἱ κόλακες συνέθεον ἐπιπαλαμησόμενοι ὁρῶντες ἐδώδιμον ἔτι ὄντα τὸν Δεινίαν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
παλάμημα — παλάμημα, τὸ (Α) [παλαμώμαι] επινόηση, τέχνασμα … Dictionary of Greek
πυρπαλαμώμαι — άομαι, ΜΑ 1. χρησιμοποιώ φωτιά και καίω κάτι 2. μτφ. εξαπατώ ή αδικώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + παλαμῶμαι «κατασκευάζω» (< παλάμη)] … Dictionary of Greek
συμπαλαμώμαι — άομαι, Α (αποθ.) συνεργώ σε μια επινόηση, σε ένα τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παλαμῶμαι «εργάζομαι με τα χέρια, μηχανεύομαι» (< παλάμη)] … Dictionary of Greek